- χαρτοβιβλιοπώλης
- ο хозяин книжного и писчебумажного магазина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτοβιβλιοπώλης — ο, Ν ιδιοκτήτης χαρτοβιβλιοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + βιβλιοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χαρτοβιβλιοπῶλαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χαρτοβιβλιοπώλης — ο αυτός που πουλά βιβλία και χαρτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοβιβλιοπωλείο — το, Ν κατάστημα όπου πωλούνται χαρτικά και βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοβιβλιοπώλης. Η λ., στον πληθ. χαρτοβιβλιοπωλεῖα, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek